ἐκπληρώσῃς

ἐκπληρώσῃς
ἐκπληρόω
fill up
aor subj act 2nd sg
ἐκπληρόω
fill up
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …   Dictionary of Greek

  • υπερημερία — η / ὑπερημερία, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεραμερία και οὑπεραμερία και όπεραμερία, Α 1. η εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης 2. η κατάσχεση και πώληση τών υπαρχόντων ενός προσώπου ως συνέπεια τής παρέλευσης τής προθεσμίας για πληρωμή τών οφειλών του… …   Dictionary of Greek

  • αντιρρησίες συνείδησης — Έλληνες πολίτες που έχουν τεκμηριωμένη αντίρρηση συνείδησης, λόγω θρησκευτικών αντιλήψεων ή άλλων πεποιθήσεων, για την εκτέλεση ένοπλης ή γενικά στρατιωτικής θητείας. Το άρθρο 4 παρ. 6 του Συντάγματος υποχρεώνει κάθε Έλληνα, εφόσον μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • απολυτήριος — α, ο [απολύω] 1. (για εξετάσεις) αυτός που διεξάγεται για την αποφοίτηση από σχολή, με τη λήξη των σπουδών 2. το ουδ. ως ουσ. το απολυτήριο (εκπαιδ. στρ.) αποδεικτικό αποφοίτησης, εκπλήρωσης θητείας …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • μειονότητα — Οι ομάδες των πολιτών ενός κράτους που διαφέρουν ως προς την καταγωγή, τη γλώσσα ή τη θρησκεία από τις πολυαριθμότερες και ομοιογενείς ομάδες των άλλων πολιτών. Συνήθως, θεωρούνται ελάχιστα επωφελείς για τα κοινά πολιτικά συμφέροντα και… …   Dictionary of Greek

  • παρακοή — η, ΝΑ [παρακούω] άρνηση εκπλήρωσης εντολής, απείθεια, ανυπακοή μσν. αρχ. αυτό που δεν άκουσε κάποιος καλά, παράκουσμα …   Dictionary of Greek

  • ρήτρα — η / ῥήτρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥήτρη και ηλιακ. τ. Fράτρα και κυπρ. τ. Fρήτρα, Α 1. συμφωνία με ρητούς όρους 2. ορισμένος όρος σύμβασης νεοελλ. 1. φρ. α) «γενική ρήτρα» (νομ.) στερεότυπη έκφραση με προκαθορισμένη νομική σημασία β) «ειδική ρήτρα»… …   Dictionary of Greek

  • συμμορία — η, ΝΑ [σύμμορος] (στην αρχ. Αθήνα) καθεμιά από τις ομάδες στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι πλούσιοι Αθηναίοι για την ευκολότερη είσπραξη φόρων, την ανάθεση τής εκπλήρωσης ορισμένης ανάγκης αλλά και τής επίτευξης ενός συγκεκριμένου πολεμικού σκοπού… …   Dictionary of Greek

  • υπαρξιακός — ή, ό, Ν [ύπαρξη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπαρξη («υπαρξιακά προβλήματα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο υπαρξιακός·υπαρξιστής 3. φρ. α) «υπαρξιακή νεύρωση» (ιατρ. ψυχολ.) διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αίσθημα αποξένωσης και από δυσπιστία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”